Γράφει «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ».
Το όνομα μου είναι Ελλάς, δεν το ζήτησα εγώ, ούτε το απαίτησα, μου το έδωσαν οι Θεοί όταν με δημιουργούσαν, όταν σχημάτιζαν το σώμα μου, όταν σχεδίαζαν τα βουνά μου και όταν χάραζαν τις λίμνες και τα ποτάμια μου, δεν το ζήτησα εγώ από τους Θεούς το όνομα, αλλά οι ίδιοι μου το έδωσαν, όταν είδαν από ψηλά το σώμα μου να το περιλούζει η θάλασσα, την ώρα μάλιστα που τα αφρισμένα κύματα της....
δημιουργούσαν μια άσπρη γραμμή σαν τελική πινελιά στον ωραιότερο πίνακα ζωγραφικής, δεν το ζήτησα εγώ το όνομα, αλλά μου το έδωσαν οι Θεοί, λέγοντας μου ότι, το όνομα σου παιδί μου δεν θα σβήσει ποτέ, ακόμα και ολόκληρη η γη να πεθαίνει το τελευταίο όνομα που θα φωνάξει θα είναι το δικό σου, Ελλάς.
Το όνομα μου είναι Ελλάς και από ότι μου είπαν οι γονείς μου, δηλαδή οι Θεοί, είμαι το αγαπημένο τους παιδί, το πολύτιμο τους, διότι, στα δικά μου χώματα και στην δική μου θάλασσα έκρυψαν όλα τους τα μυστικά και όλο τον πλούτο τους, αλλά εγώ φοβήθηκα αυτό το μεγάλο φορτίο και ζήτησα από τους γονείς μου να με προσέχουν, γιατί φοβόμουν μήπως τα μεγαλύτερα αδέλφια μου προσπαθήσουν να μου κάνουν κακό, κυρίως από φθόνο.
Το όνομα μου είναι Ελλάς και είμαι το πολύτιμο των Θεών και γι αυτό οι Θεοί για να με προστατέψουν έπλασαν φύλακες σκληρούς, ατρόμητους και γενναίους και τους όρισαν να με προσέχουν με την ίδια τους την ζωή από κάθε κακό, τους φύλακες αυτούς οι γονείς μου τους ονόμασαν Έλληνες και τους έδωσαν από ότι μου είπαν το χάρισμα της τόλμης και της σκέψης, που μόνο οι Θεοί είχαν το προνόμιο να έχουν, μόνο και μόνο, αυτοί που θα με προστατεύουν, δηλαδή οι Έλληνες, να είναι σαν τους θεούς, αλλά ταυτόχρονα και κάτω από αυτούς, όχι θεοί, αλλά ημίθεοι.
Τα χρόνια περνούσαν και εγώ μεγάλωνα, αλλά οι φύλακες συνέχιζαν να με προστατεύουν, δίνοντας ακόμα και την ίδια τους την ζωή, όπως τους είχε ζητηθεί από τους θεούς, αλλά ξαφνικά έπεσε σκοτάδι, οι γονείς μου έφυγαν και οι φύλακες άρχισαν να σκορπάνε σαν τα φύλα του ανέμου και εγώ μονάχη έκλαιγα και θρηνούσα για το κακό αυτό, γιατί πατέρα άφησες να έρθει σκοτάδι, που είσαι, που πήγες, γιατί με παράτησες, που πήγαν οι φύλακες μου, τα παιδιά μου, γιατί με παράτησαν, γιατί με άφησαν μόνη μου μέσα στο σκοτάδι, στο οποίο ακούω συνεχώς ουρλιαχτά και λυγμούς, οσάν η κόλαση από κάτω να έχει ανοίξει της πύλες της και τα σκοτεινά και αιμοβόρα πλάσματα της να έχουν κυριέψει το σώμα μου, τραυματίζοντας το εδώ και εκεί, με αποτέλεσμα να αιμορραγώ, να αιμορραγώ πολύ.
Το όνομα μου είναι Ελλάς, δεν το ζήτησα εγώ το όνομα, οι Θεοί μου το έδωσαν, γιατί επάνω στο σώμα μου άφησαν το φως, το φως αυτό με το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ανοίξουν δρόμους, με τους οποίους μπορούν να αντικρίσουν τους Θεούς και γιατί όχι, να γίνουν ένα με αυτούς.
Το όνομα μου είναι Ελλάς και πεθαίνω, οι γονείς μου όμως μου υποσχέθηκαν, λέγοντας μου, το σώμα σου παιδί μου κάποτε μπορεί να πεθάνει, το όνομα σου ποτέ.
Πατρίδα μου συγνώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου